-
1 согласные
(звуки) лингв. мн. τα σύμφωναбилабиальные - см. губно -губ-ные -губно-зубные - см. лабио -дентальные -взрывные - κλειστά - (б п д, т, г, к)дрожащие - το υγρό σύμφωνο «ρ», τα αλλό-φωνά του και οι διάφορες αποχρώσεις τουлабиальные - см. губные -носовые - ένρινα/έρρινα -, ρινικά -свистящие - (сибилянты) συριστικά - (с και з) смычно-взрывные см. взрывные -смычно-про-ходные - τα σύμφωνα м н л смычно-ще-левые - (аффрикаты) προστιβόμενα - (ц ч)смычные - см. взрывные -сонорные - ημίφωνα -, τα σύμφωνα ρл м, н, й твёрдые - σκληρά -фрикативные - см. щелевые -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > согласные
-
2 согласный
επ., (γλωσ.) σύμφωνος, του συμφώνου•согласный звук ο φθόγγος του συμφώνου.
|| ουσ. το σύμφωνο•звонкие -ые ηχηρά σύμφωνα.
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. σύμφωνος•я -сен на все условия συμφωνώ με όλους τους όρους•
я не -сен с вами δε συμφωνώ μαζί σας.
2. όμοιος, ίδιος• ακριβής•копия -сна с подлинником το αντίγραφο είναι ακριβές.
3. μονοιασμένος, με ομόνοια• αρμονικός.4. (μουσ.) αρμονικός.